- ἐκβύρσωμα
- ἐκβύρσωμαprojecting of the bones out of the skinneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκβύρσωμα — ἐκβύρσωμα, το (Α) εξοχή άρθρου τού οστού από το δέρμα, σημείο στο οποίο διαγράφεται το οστό κάτω από το δέρμα … Dictionary of Greek
ἐκβυρσώματα — ἐκβύρσωμα projecting of the bones out of the skin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβυρσώματος — ἐκβύρσωμα projecting of the bones out of the skin neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκβύρσωσις — ἐκβύρσωσις, η (Α) το εκβύρσωμα … Dictionary of Greek